καμάρωση

καμάρωση
η (Α καμάρωσις) [καμαρώ]
νεοελλ.
το καμάρωμα ή η περηφάνεια, η έπαρση
αρχ.
1. κατασκευή καμάρας, αψίδωση
2. ιατρ. είδος αψιδωτής θραύσεως οστού («καμάρωσίς ἐστιν ὀστοῡ διακοπή... ἀνακεκλάσθαι ἐξ ἀμφοτέρων καὶ παραπλησίως καμάραις ἐσχηματίσθαι», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”